-
1 ῥοΐζω
A water a horse, ride him in a pond,ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ Hippiatr.87
.—The form ῥοϊζομένους is dub.l.in Str.14.5.12.
См. также в других словарях:
ροΐζω — ΜΑ [ῥόος / ῥοή] (σχετικά με άλογο) οδηγώ στο νερό για να πλύνω («ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ», Ιππιατρ.) … Dictionary of Greek